Ινοκυστική μαστοπάθεια
Ινοκυστικές αλλαγές του μαστού
Γνωστότερη ίσως και ως ινοκυστική μαστοπάθεια, η ινοκυστική νόσος του μαστού είναι αρκετά συχνή σε νέες γυναίκες (50 %) και μπορεί να εκδηλωθεί ως ψηλαφητή σκληρία. Οι περισσότερες περιπτώσεις αφορούν γυναίκες πριν την εμμηνόπαυση, ενώ μετά τη διακοπή της εμμήνου ρύσεως τα συμπτώματα υποχωρούν, εκτός και αν η γυναίκα λαμβάνει θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης.
Όπως έχουμε ξανατονίσει, ο μαστός της γυναίκας αποτελείται από τρία στοιχεία:
- Αδενικό ιστό, αποτελούμενο από τους πόρους και τα λόβια που παράγουν το γάλα
- Ινώδη ιστό, που στηρίζει το μαστό
- Και λίπος, που γεμίζει το χώρο ανάμεσα από τα άλλα στοιχεία και σε αυτό οφείλεται το μέγεθος και το σχήμα του μαστού.
Ο όρος ινοκυστική μαστοπάθεια λοιπόν αναφέρεται σε περιοχή του μαστού με αυξημένη ίνωση και σχηματισμό κύστεων (που μπορεί να είναι ορατές με γυμνό μάτι – μακροκύστεις - ή να φαίνονται μόνο στο μικροσκόπιο – μικροκύστεις). Όσο περισσότερες κύστεις και ίνωση έχει ο μαστός τόσο περισσότερο σκληρός και υβώδης (οζώδης) γίνεται.
Χαρακτηριστικός είναι ο πόνος και η ευαισθησία, εντονότερα πριν την περίοδο και συνήθως στο άνω και έξω τμήμα του μαστού που υποχωρεί στις πρώτες μέρες του κύκλου. Απεικονιστικά στον υπέρηχο παρατηρούνται περιοχές με αυξημένη ηχογένεια (ίνωση) και πολλαπλές κύστεις που μπορεί να υπάρχουν και στον άλλο μαστό. Στη μαστογραφία φαίνεται ως περιοχή αυξημένης σκιερότητας, συχνά με ορατές μικροαποτιτανώσεις.
Δεν είναι σπάνια και η έκκριση από τη θηλή (πρασινωπή, κίτρινη ή καφέ, μη αιματηρή έκκριση). Η διαφορική διάγνωση απεικονιστικά από τον καρκίνο του μαστού μπορεί να μην είναι εύκολη.
Δεν έχει αποδειχθεί ότι οι ινοκυστικές αλλαγές αυξάνουν την πιθανότητα ανάπτυξης κακοήθειας, αν και σίγουρα καθιστούν τη ανίχνευση ενός υποκείμενου καρκίνου αρκετά δύσκολη καθώς αυξάνουν την πυκνότητα του μαστού δυσχεραίνοντας την έγκαιρη διάγνωση.
Η επικρατέστερη θεωρία είναι πως η ινοκυστική μαστοπάθεια ανήκει στις μη υπερπλαστικές (non proliferative) νόσους του μαστού, επομένως δεν αυξάνει τον κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου.
Η θεραπεία είναι κυρίως συντηρητική με απλά παυσίπονα και θερμά ή και ψυχρά επιθέματα, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις βοηθά ο περιορισμός κατανάλωσης καφεΐνης και λιπαρών τροφών όπως και η διακοπή λήψης ορμονικών σκευασμάτων.