Ορμονοθεραπεία για τον καρκίνο μαστού
Ορμονοθεραπεία για τον καρκίνο του μαστού
Η ορμονοθραπεία ανήκεις τις συστηματικές θεραπείες για τον καρκίνο του μαστού και χρησιμοποιείται σε αυτές τις ασθενείς που ο όγκος τους εκφράζει (δηλαδή τα καρκινικά κύτταρα έχουν στην επιφάνειά τους) ορμονικούς υποδοχείς, υποδοχείς δηλαδή οιστρογόνων και προγεστερόνης. Αυτοί οι όγκοι χρειάζονται οιστρογόνα και προγεστερόνη για να αναπτυχθούν. Αυτές οι ορμόνες παράγονται από το σώμα (κυρίως τις ωοθήκες, αλλά και από τα επινεφρίδια και το λιπώδη ιστό), αλλά μπορούν να ληφθούν και εξωγενώς, ως χάπι (πχ θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης μετά την εμμηνόπαυση. Στόχος λοιπόν της ορμονοθεραπείας είναι είτε να μπλοκάρει την παραγωγή των ορμονών από το σώμα είτε να μπλοκάρει τις ορμόνες και να μην δουλεύουν (να μην δρουν στα κύτταρα στόχος).
Συνήθως η θεραπεία αυτή χορηγείται μετά την επέμβαση (επικουρική) αν και σπανιότερα (σε μεγάλους όγκους) χρησιμοποιείται και πριν την χειρουργική αντιμετώπιση της νόσου (νεοεπικουρική). Επίσης μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε περίπτωση εμφάνισης μετάστασης ή υποτροπής του όγκου.
Φάρμακα που μπλοκάρουν τη δράση των ορμονών
Ταμοξιφαίνη
Η ταμοξιφαίνη ανήκει στους εκλεκτικούς ρυθμιστές των υποδοχέων των οιστρογόνων. Δρα εμποδίζοντας τα οιστρογόνα να συνδεθούν με τους υποδοχείς τους στην επιφάνεια των καρκινικών κυττάρων, έχει δηλαδή ανταγωνιστική δράση. Είναι εκλεκτικός ανταγωνιστής για τα καρκινικά κύτταρα, μιας και σε άλλα κύτταρα στόχο των οιστρογόνων (πχ στην μήτρα) έχουν αγωνιστική δράση, αυξάνουν δηλαδή τη δράση των οιστρογόνων στο ενδομήτριο. Στην ίδια κατηγορία ανήκουν και άλλα, λιγότερο χρησιμοποιούμενα, φάρμακα, όπως η ραλοξιφαίνη και η τορεμιφαίνη. Το μεγάλο πλεονέκτημα των φαρμάκων αυτών είναι ότι λαμβάνονται από το στόμα, μία φορά την ημέρα. Η συνήθης διάρκεια της θεραπείας είναι 5 χρόνια, αν και νεότερες μελέτες ανεβάζουν τη διάρκεια στα 10 χρόνια, ειδικά για τις γυναίκες υψηλού κινδύνου. Υπάρχει και η επιλογή, ειδικά για τις περιεμμηνοπαυσιακές γυναίκες, να ξεκινήσουν με ταμοξιφαίνη και μετά από 2 ή και 5 χρόνια να συνεχίσουν με κάποιον αναστολέα αρωματάσης. Μια άλλη χρήση της ταμοξιφαίνης είναι η χορήγησή της σε γυναίκες με μη διηθητικό καρκίνο (DCIS) για 5 χρόνια με στόχο να μειώσει την πιθανότητα υποτροπής στον ίδιο μαστό ή προφύλαξης από εμφάνιση νέου καρκίνου στον άλλο μαστό. Στην ίδια λογική και η χρήση της σε γυναίκες με άτυπη επιθηλιακή υπερπλασία, μη διηθητικό λοβιακό καρκίνο μαστού η γυναίκες με μεταλλάξεις στα γονίδια Braca 1 και 2. Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις υψηλού κινδύνου δίνεται ως χημειοπροφύλαξη με στόχο να μειωθεί η πιθανότητα δημιουργίας διηθητικού καρκίνου.
Παρενέργειες
- Εξάψεις
- Ξηρότητα κόλπου
- Φλεβοθρομβώσεις
- Καρκίνος ενδομητρίου
- Αυξημένος κίνδυνος για θρομβοεμβολικά επεισόδια
- Νυχτερινοί ιδρώτες
- Αίσθημα κόπωσης
- Καταρράκτης
- Κατάθλιψη
Φάρμακα που μειώνουν τα επίπεδα των ορμονών
Αναστολείς αρωματάσης
Αυτά τα φάρμακα εμποδίζουν το σώμα να παράγει οιστρογόνα. Επειδή δεν δρουν στην ωοθήκη (το κύριο σημείο παραγωγής οιστρογόνων σε γυναίκες πριν την εμμηνόπαυση), δεν χρησιμοποιούνται σε γυναίκες που έχουν ακόμα περίοδο. Στις γυναίκες σε εμμηνόπαυση τα περισσότερα οιστρογόνα παράγονται στο λίπος. Οι αναστολείς αρωματάσης αναστέλουν αυτήν την παραγωγή με αποτέλεσμα τα καρκινικά κύτταρα που χρειάζονται οιστρογόνα για να πολλαπλασιαστούν να πεθαίνουν. Η διάρκεια της θεραπείας είναι 5 χρόνια, αν και σε αυτήν την περίπτωση παράταση της θεραπειας στη 10ετία φαίνεται να βοηθάει. Τα κυριότερα φάρμακα αυτής της κατηγορίας είναι η αναστροζόλη (Arimidex), λετροζόλη (Femara) και η εξεμεστάνη (Aromasin).
Παρενέργειες
- Πόνους στις αρθρώσεις
- Οστεοπόρωση
- Ξηροτητα κόλπου
- Νυχτερινοί ιδρώτες
- Εξάψεις
Σε κάθε γυναίκα που λαμβάνει αναστολείς αρωματάσης είναι σημαντικό να ελέγχεται η οστική της πυκνότητα πριν αλλά και κατά τη διάρκεια της θεραπείας.
Καταστολή των ωοθηκών
Σε προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες οι ωοθήκες είναι το κύριο σημείο παραγωγής οιστρογόνων. Οι ωοθήκες λοιπόν αποτελούν στόχο με σκοπό τη μείωση των κυκλοφορούντων οιστρογόνων. Αυτό επιτυγχάνεται με δύο τρόπους, με χειρουργική αφαίρεση των ωοθηκών και με φάρμακα.
Ωοθηκεκτομή
Με την χειρουργική αφαίρεση των ωοθηκών η γυναίκα οδηγείται σε εμμηνόπαυση μόνιμα. Μικρές ποσότητες οιστρογόνων όμως παράγονται και σε άλλους ιστούς, κυρίως στο λιπώδη ιστό. Επομένως ακόμα και μετά την επέμβαση η γυναίκα χρειάζεται να λαμβάνει φάρμακα που μειώνουν τα επίπεδα των οιστρογόνων (ταμοξιφαίνη, αναστολέα αρωματάσης).
Φάρμακα κατασταλτικά της ωοθηκικής λειτουργίας
Το μεγάλο πλεονέκτημά τους είναι η μη μόνιμη δράση τους. Με τη διακοπή της χορήγησής τους επανέρχεται η ωοθηκική λειτουργία.
Τα δύο κυριότερα φάρμακα αυτής της κατηγορίας είναι η γκοσερελίνη (Zoladex) και η λευπρολίδη (Lupron). Ονομάζονται και LHRH ανάλογα (αγωνιστές της LH ορμόνης) και καταστέλλουν τον άξονα υποθάλαμος, υπόφυση, ωοθήκες. Απενεργοποιούν επομένως την ωοθήκη από το να παράγει οιστρογόνα. Χρησιμοποιούνται κυρίως σε νεότερες ασθενείς, σε ασθενείς υψηλού κινδύνου ή σε ασθενείς που έχουν αναπτύξει αντοχή στην ταμοξιφαίνη (δηλαδή αν και λαμβάνουν ταμοξιφαίνη το επίπεδο των οιστρογόνων τους παραμένει υψηλό). Συνήθως χορηγούνται κάθε μήνα με υποδόρια ένεση.
Παρενέργειες
- Ναυτία
- Πόνος στο σημείο της ένεσης
- Εξάψεις
- Αρθραλγίες
- Αύξηση βάρους